- καταθέτης
- ο , καταθέτρια [-ις (-ιδος)] η вкладчик, -ца; депонент
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καταθέτης — ο θηλ. καταθέτρια αυτός που καταθέτει χρήματα σε πιστωτικό ίδρυμα: Είστε καταθέτης στην τράπεζα αυτή; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταθέτης — ο, θηλ. καταθέτρια και καταθέτις αυτός που καταθέτει χρήματα σε πιστωτικό ίδρυμα για ασφάλεια ή για να εισπράττει τόκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατατίθημι. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Ιωάννη Σκαλτσούνη] … Dictionary of Greek